- κυνηλασία
- κῠν-ηλᾰσία, [dialect] Ep. [suff] κῠν-ίη, ἡ,A hunting with dogs, Call.Dian. 217.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυνηλασία — κυνηλασία, επικ. τ. κυνηλασίη, ἡ (Α) το κυνήγι με σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ηλασία (< ηλάτης < ἐλαύνω), πρβλ. κωπ ηλασία, ξεν ηλασία. Το η τού τ. ερμηνεύεται με τη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
κυνηλασίαις — κυνηλασία hunting with dogs fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηλασίην — κυνηλασία hunting with dogs fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηλασίῃσι — κυνηλασία hunting with dogs fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)